Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 65+ από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και, αντίθετα, το μικρότερο μερίδιο δαπάνης στη μακροχρόνια φροντίδα ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης για την υγεία. Πρόσφατα στοιχεία μαρτυρούν πως η Ελλάδα κατευθύνει λιγότερο από το 0,2% του ΑΕΠ της συνολικής δαπάνης στην μακροχρόνια φροντίδα, πολύ χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου του 1,5%, γεγονός που οδηγεί σε περιορισμένη διάθεση υπηρεσιών. Το 2020, για παράδειγμα, σε κάθε 100.000 κατοίκους αντιστοιχούσε λιγότερο από μία κλίνη μακροχρόνιας φροντίδας σε μονάδες νοσηλείας και μακροχρόνιας φροντίδας, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην χαμηλότερη θέση ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει αρμόδια κεντρική κυβερνητική υπηρεσία για τη μακροχρόνια φροντίδα δημιουργεί περαιτέρω προκλήσεις όσον αφορά την εκπροσώπηση και τον συντονισμό θεμάτων σχετικών με τους ηλικιωμένους σε κρατικό επίπεδο. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, γιατί οι κοντινοί συγγενείς έχουν αναλάβει την πολύ μεγάλη ευθύνη της οικογενειακής φροντίδας στο σπίτι, καθώς και το ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν οι ΜΚΟ στη φροντίδα των ηλικιωμένων στη χώρας μας. Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο ηλικιωμένοι αναφέρουν πως αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε δραστηριότητες προσωπικής φροντίδας, με τα δύο τρίτα σχεδόν να χρειάζονται βοήθεια για την ολοκλήρωσή τους.
Ο σκοπός του Κοινωφελούς Ιδρύματος ΤΙΜΑ είναι να υποστηρίξει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ανάγκες, κρίσιμες και μη, των ηλικιωμένων στην Ελλάδα, προκειμένου να εμπλουτίσει τη ζωή και να αυξήσει την ευημερία των πιο ευάλωτων ατόμων της κοινωνίας μας. (ΟΟΣΑ, 2020)